- αυτοδικώ
- (Α αὐτοδικῶ, -έω) [αυτόδικος]διαπράττω αυτοδικίααρχ.ακολουθώ δικό μου δίκαιο ή νομοθεσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αὐτοδίκῳ — Αὐτόδικος with independent jurisdiction masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίκῳ — αὐτόδικος with independent jurisdiction masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραυθεντώ — έω, Α υπερασπίζω, προστατεύω με το κύρος τής εξουσίας μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αὐθεντῶ «αυτοδικώ, έχω εξουσία, έχω κύρος νόμου»] … Dictionary of Greek